- ορδινιάζω
- (στον Ερωτόκρ.)1. διευθετώ, τακτοποιώ, ετοιμάζω2. ορίζω, διατάζω3. (το παθ.) ορδινιάζομαιμπαίνω σε τάξη, ετοιμάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordino «διατάσσω» (πρβλ. αρχ. ὀρδινεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανορδίνιαστος — η, ο (Μ ἀνορδίνιαστος, ον) [ορδινιάζω] 1. ατακτοποίητος, ασυγύριστος 2. ανέτοιμος για μάχη … Dictionary of Greek
κατορδινιάζω — και καταρδινιάζω ετοιμάζω («αν εμελέτας άλλα γη και άλλα εκαταρδίνιασες, κάτεχε πως σού σφάλα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρδινιάζω «τακτοποιώ»] … Dictionary of Greek
ορδίνιασμα — το [ορδινιάζω] τακτοποίηση, διευθέτηση, συμμάζεμα, προετοιμασία … Dictionary of Greek